κατακρεουργώ — κατακρεουργώ, κατακρεούργησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατακρεουργώ — κατακρεούργησα, κατακρεουργήθηκα, κατακρεουργημένος, κατακόβω κάποιον σε τεμάχια: Όλοι οι αιχμάλωτοι κατακρεουργήθηκαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμύσσω — ἀμύσσω και ττω (Α) 1. σχίζω, γρατσουνώ, κομματιάζω 2. κατασπαράζω, ξεσχίζω, κατακρεουργώ 3. (για κάθε ελαφρό και επιπόλαιο τραύμα που προκαλείται από οποιαδήποτε αιτία) κεντώ, τσιμπώ 4. ξεσχίζω από πόνο, θλίψη, θλίβω, κάνω να σπαράζει 5. Ιατρ.… … Dictionary of Greek
διασπαράσσω — και διασπαράττω (AM διασπαράσσω και διασπαράττω) κατατεμαχίζω, κατακρεουργώ … Dictionary of Greek
κατακρεούργηση — η 1. ο κατατεμαχισμός, άγριος φόνος με μαχαίρι 2. μτφ. κακότεχνη εκτέλεση μουσικής, κάκιστη απαγγελία ποιήματος κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακρεουργῶ. Η λ., στον λόγιο τύπο κατακρεούργησις, μαρτυρείται από το 1872 στον Πέτρο Ξανθάκη] … Dictionary of Greek
κατασφάζω — (AM κατασφάζω και Μ κατασφάττω) σφάζω με αγριότητα, σκοτώνω χωρίς οίκτο, κατακρεουργώ … Dictionary of Greek
κατασφαγιάζω — (Μ) (επιτ. τ. τού σφαγιάζω*) κατασφάζω, κατακρεουργώ, φονεύω … Dictionary of Greek
κιμαδιάζω — [κιμάς] 1. κόβω σε ειδική μηχανή ή με ειδικό μαχαίρι το κρέας ώστε να γίνει κιμάς 2. μτφ. κατακρεουργώ («θά σέ κιμαδιάσει όταν σέ δει, είναι εξαγριωμένος μαζί σου») … Dictionary of Greek
κρεουργώ — (AM κρεουργῶ, έω) [κρεουργός] 1. κόβω το κρέας σε κομμάτια («μετὰ δὲ ῥεύσας ὄϊν τὰ μὲν ἄλλα κρεουργέει τε καὶ εὐωχέεται», Λουκιαν.) 2. κομματιάζω σάρκες, κατακρεουργώ, ξεσκίζω … Dictionary of Greek
προκατασφάζω — Α κατασφάζω εκ τών προτέρων («τὰ τέκνα προκατέσφαζον», Αππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατασφάζω «σφάζω με αγριότητα, κατακρεουργώ»] … Dictionary of Greek